- καταφύτευσις
- κατα-φύτευσις, ἡ, das Bepflanzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταφύτευσις — καταφύτευσις, ἡ (Α) [καταφυτεύω] (κυριολ. και μτφ.) καταφυτεία, πυκνή φύτευση, φυτεία, φύτεμα … Dictionary of Greek
καταφυτεύσει — καταφύτευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταφυτεύσεϊ , καταφύτευσις fem dat sg (epic) καταφύτευσις fem dat sg (attic ionic) καταφυτεύω plant aor subj act 3rd sg (epic) καταφυτεύω plant fut ind mid 2nd sg καταφυτεύω plant fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφυτεύσεις — καταφύτευσις fem nom/voc pl (attic epic) καταφύτευσις fem nom/acc pl (attic) καταφυτεύω plant aor subj act 2nd sg (epic) καταφυτεύω plant fut ind act 2nd sg καταφυτεύω plant aor subj act 2nd sg (epic) καταφυτεύω plant fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφύτευσιν — καταφύτευσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφυτεύσεως — καταφυτεύσεω̆ς , καταφύτευσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφυτεύσῃ — καταφυτεύσηι , καταφύτευσις fem dat sg (epic) καταφυτεύω plant aor subj mid 2nd sg καταφυτεύω plant aor subj act 3rd sg καταφυτεύω plant fut ind mid 2nd sg καταφυτεύω plant aor subj mid 2nd sg καταφυτεύω plant aor subj act 3rd sg καταφυτεύω plant … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)